Τὸ «Σύνδρομον τῆς Στοκχόλμης».
Τὸ 1973 σὲ μιᾷ τράπεζα τῆς Στοκχόλμης πραγματοποιήθηκε μιὰ λῃστεία, ὅπου κάποιοι τραπεζικοὶ ὑπάλληλοι κρατήθηκαν ὅμηροι ἀπὸ τοὺς ληστὲς για ἔξῃ ἡμέρες.Τὰ θύματα συνδέθηκαν συναισθηματικὰ μὲ τοὺς ἀπαγωγεὶς καὶ μάλιστα ὅταν ἀπελευθερώθηκαν ἔφτασαν νὰ ζητήσουν τὴν ἐπιείκεια τῶν ἀρχῶν γιὰ τοὺς ληστές.
Τότε ἤταν ποὺ ὁ ἐγκληματολόγος καὶ ψυχολόγος Bejenot ἐπινόησε τὸν ὄρο «Σύνδρομο τῆς Στοκχόλμης», προσδιορίζοντας μὲ τὸν ὄρο αὐτὸ μιὰ ψυχολογικὴ κατάσταση ὅπου τὸ θῦμα μπορεῖ νὰ ἐκδηλώσει θετικὰ συναισθήματα ἀκόμη καὶ νὰ ἐρωτευτεῖ τὸν θύτη του…
Μάλιστα ἡ ἐμφάνιση αὐτοῦ τοῦ συνδρόμου εἶναι πιὸ πιθανὴ ὅταν τὸ θῦμα ἀντιληφθεῖ ὅτι ἡ ἐπιβίωσή του συνδέεται ἄμεσα μὲ τὸν βασανιστή του.
Δόθηκαν διάφορες ἐξηγήσεις γι’ αὐτὸ τὸ παράδοξο φαινόμενο. Στὴν βάση του ὑπάρχουν κάποιοι ἀσυνείδητοι ψυχικοὶ μηχανισμοί, ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὸ ἔνστικτο τῆς ἐπιβίωσης τοῦ θύματος.
Στὴν ἀρχὴ τὸ θῦμα βιώνει μιὰ κατάσταση σύγχυσης καὶ τρόμου καὶ μετὰ προσπαθεῖ νὰ βρεῖ ἕνα τρόπο νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ ἄγχος τοῦ. Ὅσο περνᾶ ὁ χρόνος τὸ θῦμα ἀρχίζει νὰ αἰσθάνεται ὅτι ἡ ζωή του ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν δράστῃ καὶ πιστεύοντας ὅτι μπορεῖ νὰ ἀποφύγει τὸν θάνατο ἀναπτύσσει ἔναν μηχανισμὸ προσκόλλησης σ’ αὐτόν.