Τα παλληκάρια σφάζονται
στα πόδια μου αβέρτα,
μπαταρισμένο το
σκαρί και στέκω
στη κουβέρτα.
Είμαι η
Ελλάς και στωϊκά, έμαθα
να προσμένω,
τον καπετάνιο
τον καλό, τον
χιλιομυρωμένο.
Από γενιά
Αργοναυτών και της
Αργούς τη χάρη,
τραγουδισμένη μουσική
με τον Ορφέα λυράρη.
Δεν αποκρίθηκε
κανείς σαν τέθηκε
το θέμα,
στην
έρημο τη Λιβυκή
ο Μόψος είχε
τέρμα.
Ο όφις
τον επότισε με
το κακό φαρμάκι,
με άμμο
το σκεπάσανε το
νιό παλληκαράκι.
Είμαι η
Ελλάς και στα
κουπιά δεν είναι
Αργοναύτες,
μα της
Βουλής κάποια παιδιά…, προσκυνημένοι ράφτες,
που ράβουν
και ξηλώνουνε στα
μέτρα του εχθρού
μου
κι αναπολώ τους ήρωες του
ένδοξου καιρού μου.
Του Πελασγού
η ιαχή, του
Παρρασίου Αγκαίου,
πού ΄ταν ναυτίλος
στην Αργώ και
μαχητής του ωραίου,
εχάθη και
βουβάθηκε στα παγερά
ουράνια,
βουβά ‘πομείναν
σήμερα στους λόγγους
τα πλατάνια.
Και οι
χαρμόσυνες φωνές του
Πάνα, των νυμφών,
με κόκκαλα
μου μοιάζουνε, που τρίζουν, των
νεκρών.
Είμαι η
Ελλάς και είπανε,
ποτέ πως δε
πεθαίνω,
μα ευχή-κατάρα
μ’ άφησαν, με
πάθη ν’ ανασαίνω…
Γιώργος Δουζένης
Οκτ. 2011
από την συλλογή "ΑΝΘΡΩΠΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου