Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυπριακό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυπριακό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Τι θα γινόταν αν… (Ενα Σχέδιο Ανάν για τους Κούρδους της Τουρκίας)

Τι θα γινόταν αν… (Ενα Σχέδιο Ανάν για τους Κούρδους της Τουρκίας)

Τι θα γινόταν αν… (Ενα Σχέδιο Ανάν για τους Κούρδους της Τουρκίας)

από: Mignatiou.com
May 5, 2014 4:04 am Category: Γνωμες 1 Comment A+ / A-
Του Μάρκου Τέμπλαρ
Η ελληνοκυπριακή πλειοψηφία [80% του νόμιμου πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας], απέρριψε με πολύ μεγάλη πλειοψηφία [76 %)] το σχέδιο που είχε ετοιμαστεί από τον ΓΓ του ΟΗΕ Κόφι Ανάν για επανένωση με την μικρή Τουρκοκυπριακή μειοψηφία, στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004. Η Ε/Κ πλειοψηφία θεώρησε την λύση που πρόσφερε το Σχέδιο Ανάν ως ανεφάρμοστη και άδικη, ενώ η κυβέρνηση της Τουρκίας την εξύμνησε ως εφαρμόσιμη και ικανοποιητική και για τις δύο πλευρές.
Το ποσοστό της Τ/Κ μειονότητας—περίπου 18 % του πληθυσμού της νήσου, ισούται με το ποσοστό της Κουρδικής μειονότητας στην ίδια την Τουρκία. Με δεδομένες τις μακρόχρονες απαιτήσεις των Κούρδων της  Τουρκίας για περισσότερα πολιτικά και άλλα δικαιώματα, εγείρεται ένα ενδιαφέρον ερώτημα του τύπου «τι θα γινόταν αν..»–δηλαδή αν εφαρμοζόταν ένα αντίστοιχο Σχέδιο Ανάν για την Κουρδική μειονότητα στην Τουρκία, θα έβρισκαν τότε οι Τούρκοι ένα τέτοιο σχέδιο λειτουργικό και δίκαιο;
Υποθετικό σενάριο «τι θα γινόταν αν..»
Μετά από συμφωνία των δύο κυριότερων κοινοτήτων της Τουρκίας (Κουρδικής και Τουρκικής), η παρούσα πολιτεία [Τουρκική Δημοκρατία] παύει να υφίσταται, εφ’ όσον οι πολίτες της Τουρκικής Δημοκρατίας εγκρίνουν [σε χωριστά δημοψηφίσματα ανά κοινότητα] την νέα πολιτεία. Αμέσως μετά την έγκριση της νέας ρύθμισης, η καινούργια πολιτεία είναι πραγματικότητα. Δεν υπάρχει δυνατότητα [μελλοντικής] επιστροφής στο παλιό καθεστώς, ακόμη και αν οι πλειοψηφίες στην Τουρκική και την Κουρδική περιοχή ψηφίσουν με μεγάλη πλειοψηφία ότι το επιθυμούν. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου, η Τουρκία μετατρέπεται σε διζωνική και δικοινοτική ομόσπονδη πολιτεία, στην οποία το 37% της γης μεταβιβάζεται στην νέα κυβέρνηση των Κούρδων. Η νέα ομόσπονδη πολιτεία παίρνει το όνομα «Ενωμένη Τουρκική Δημοκρατία», που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, και σύμφωνα με το νέο Σύνταγμα, οι δύο κύριες εθνικές ομάδες (Τουρκική και Κουρδική) έχουν ίση εκπροσώπηση στη νέα προτεινόμενη Γερουσία, ανεξάρτητα από την πληθυσμιακή τους σύνθεση. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή η υφιστάμενη πολιτεία παύει να υπάρχει.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποτελείται από ίσο αριθμό Κούρδων (18% του πληθυσμού) και Τούρκων (80% του πληθυσμού) δικαστών, συν τρεις ξένους δικαστές. Άρα οι ξένοι «παίκτες» θα μπορούν να καθορίζουν τις αποφάσεις με την ψήφο τους σε περιπτώσεις διαφωνιών. Εφ’ όσον δεν υπάρχει ιεραρχία νόμων, η ομοσπονδία είναι στην ουσία συνομοσπονδία, στην οποία οι συνιστώσες πολιτείες είναι η πηγή των νόμων για την κεντρική εξουσία και όχι το αντίστροφο! Υπ’ όψιν ότι ο λόγος που οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν την αρχική δομή συνομοσπονδίας [τα πρώτα άρθρα της συμφωνίας είχαν ονομαστεί ArticlesofConfederation, Άρθρα Σύναψης Συνομοσπονδίας], αφορούσε το ότι δεν είχε λειτουργικότητα. Το Σύνταγμα των ΗΠΑ, που ψηφίστηκε το 1789, έδωσε ξεκάθαρη προτεραιότητα στους ομοσπονδιακούς νόμους σε σχέση με τους αντίστοιχους νόμους των συνιστωσών πολιτειών. Όλοι οι πολιτειακοί νόμοι των ΗΠΑ έχουν τις απαρχές τους σε ομοσπονδιακούς νόμους [που ψηφίζονται από τα δύο ομοσπονδιακά νομοθετικά σώματα, τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία].
Οι Κουρδικοί και Τουρκικοί πληθυσμοί θα μεταναστεύσουν ο κάθε ένας στην σχετική περιοχή του*. Επιβάλλονται χρονικοί περιορισμοί στο δικαίωμα της ελεύθερης και μόνιμης εγκατάστασης Τούρκων πίσω στα σπίτια και τις περιουσίες τους στην Κουρδική Συνιστώσα Πολιτεία. Οι Κούρδοι δεν υπόκεινται σε αντίστοιχους περιορισμούς. Όσοι Τούρκοι επιλέξουν να ζήσουν στα παλιά σπίτια τους στην περιοχή υπό Κουρδική διοίκηση, δεν έχουν καθόλου πολιτικά δικαιώματα, διότι μόνον οι Κούρδοι έχουν δικαίωμα εκλογής των πολιτικών εκπροσώπων της Κουρδικής Συνιστώσας Πολιτείας. Επιπλέον, στους Τούρκους που θα παραμείνουν στις περιοχές υπό Κουρδική διοίκηση, δεν θα επιτραπεί ποτέ να αποτελέσουν πέραν του 6% του πληθυσμού οποιουδήποτε χωριού. Με αυτό τον τρόπο, οι Τούρκοι εμποδίζονται από του να έχουν τα δικά τους σχολεία, και ακόμη να τεκνοποιήσουν αφού φτάσουν πληθυσμιακά στο όριο αυτό!
Η οικονομία της νέας ομοσπονδιακής Τουρκίας είναι ξεχωριστή ανά πολιτεία χωρίς κοινή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Επιπλέον, οι Τουρκικές επιχειρήσεις δεν επιτρέπεται να επενδύσουν στην Κουρδική Συνιστώσα Πολιτεία, και ενώ οι ανωτέρω διατάξεις είναι ευεργετικές για τους Κούρδους, ο Τούρκος φορολογούμενος τελικά θα πληρώσει όλες τις τροποποιήσεις, ρυθμίσεις και μετατροπές στην νέα ομόσπονδη δημοκρατία, επειδή τα Ηνωμένα Έθνη θεωρούν ότι στις προηγούμενες δεκαετίες οι Κούρδοι υπέστησαν τα πάνδεινα και πρέπει να αποζημιωθούν. Τέλος, οι Τούρκοι πολίτες δεν δύνανται να κινήσουν οποιεσδήποτε αγωγές και παράπονα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε σχέση με τις όποιες απώλειες περιουσίας και εισοδήματος εξ αιτίας της εφαρμογής του Σχεδίου.
Η ως άνω ανάλυση του «Τι θα γινόταν αν..» δείχνει τι θα συνέβαινε στους Τούρκους αν το Σχέδιο εφαρμοζόταν στην Τουρκία και δείχνει επίσης τι θα συνέβαινε στους Ελληνοκύπριους αν είχαν υπερψηφίσει το Σχέδιο Ανάν για την επανένωση της Κύπρου. Τα σχόλια ευπρόσδεκτα.
* Σημειωτέον ότι πριν την Τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο οι Τουρκοκύπριοι ήταν διάσπαρτοι σε πόλεις (όπου είχαν δικές τους συνοικίες) και σε χωριά σε όλο το νησί, από αμιγώς Τουρκικά μέχρι μεικτά με Ελληνοκύπριους.

Οι λόγοι της μη Αγγλικής επέμβασης κατά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο σύμφωνα με απόρρητο έγγραφο του Foreign Office το 1982

μεταφορά από http://www.istorikathemata.com/2014/05/foreign-office-1982.html?

Τους λόγους για τους οποίους η Βρετανία απέφυγε να εμπλακεί στρατιωτικά για την παρεμπόδιση της τουρκικής εισβολής το 1974 στην Κύπρο, προβάλλουν απόρρητα έγγραφα του Foreign Office, για το 1982 τα οποία αποδεσμεύτηκαν αυτή την εβδομάδα. Στα έγγραφα αναφέρεται ότι η ανάληψη στρατιωτικής δράσης από τη Βρετανία θα ερμηνευόταν ως προσχεδιασμένη κλιμάκωση της κρίσης, ασυμβίβαστης με τους διακηρυγμένους στόχους για επίτευξη εκεχειρίας και ειρηνικής κατάληξης της συνταγματικής κρίσης με πολυμερείς διαπραγματεύσεις. Στα έγγραφα αναφέρεται ακόμα ότι εκτός από πιθανή εμπλοκή της Βρετανίας σε σύρραξη με συμμαχική Νατοϊκή χώρα ο τουρκικός στρατός αποτελούσε πιο σκληρή στρατιωτική πρόκληση σε σύγκριση με το κυπριακό και υπήρχε κίνδυνος αυξημένων απωλειών ανθρώπινων ζωών, Κυπρίων και Βρετανών. Σε έγγραφο του Οκτωβρίου του 1982 από τον Ντέιβιντ Γουίλσον του foreign Office  (κατόπιν ερώτησης του λόρδου Μπέλστεντ) επιχειρείται μία συνολική παράθεση των λόγων, για τους οποίους οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι είχαν τηρήσει τη Συμφωνία Εγγυήσεων το 1974.

Συνοπτικά αναφέρονται τα εξής:

Η Συνθήκη του '60 είχε διατυπωθεί αναμφισβήτητα με σκοπό να συμφιλιώσει δύο διαφορετικές απαιτήσεις: της τουρκικής κυβέρνησης για γλώσσα που δεν θα απέκλειε την ανάληψη στρατιωτικής δράσης στην Κύπρο από την Άγκυρα και της βρετανικής κυβέρνησης για γλώσσα που δε θα την υποχρέωνε να αναλάβει στρατιωτική δράση.Εξετάζοντας τη βρετανική αντίδραση στα γεγονότα του 1974 αναφέρεται ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη πως το άρθρο ΙΙ της Συνθήκης είχε παραβιαστεί στο παρελθόν και ότι έως το 1963 αμφότερες οι πλευρές είχαν παραβιάσει το σύνταγμα. Μετά τις απόπειρες του Μακαρίου να «επιβάλει» συνταγματικές μεταρρυθμίσεις το Νοέμβριο του 1963 προκλήθηκε κρίση που κατά τους Βρετανούς οδήγησε σε de facto διχοτόμηση του νησιού.

Οι Τούρκοι από την αρχή υποστήριζαν ότι το Άρθρο 4 τους άφηνε ανοιχτή την επιλογή της στρατιωτικής δράσης και «μετά βίας είχαν συγκρατηθεί από την εισβολή το 1964 και το 1967». Παράλληλα, από το 1963 έως το 1974 οι κυπριακές κυβερνήσεις κήρυτταν τη συνθήκη άκυρη, διότι υποδείκνυαν ότι παραβίαζε την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, αναφέρει ο Γουίλσον. Η βρετανική πλευρά ερμήνευε το Άρθρο 4 ως άδεια στρατιωτικής επέμβασης ως ύστατο μέτρο, αλλά έκανε
Τουρκικές δυνάμεις κατά την εισβολή του 1974 σε κατοικημένη περιοχή
ό,τι περνούσε από το χέρι της για να αποτρέψει την τουρκική στρατιωτική δράση το '64 και το '67. Μπορεί να έχουν δίκιο όσοι λένε ότι το 1974 η κατάσταση ήταν εξαιρετικά σοβαρή σε σύγκριση με παλαιότερα, αλλά όσοι θεωρούν πως η Βρετανία όφειλε να ενεργήσει στρατιωτικά «αγνοούν τον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε η κρίση». 

Ο βρετανός διπλωμάτης εξηγεί ότι στην πρώτη φάση, από το πραξικόπημα μέχρι την εισβολή, οι μάχες γίνονταν μεταξύ δύο ελληνοκυπριακών παρατάξεων με μικρή τουρκοκυπριακή ανάμιξη. Η στάση του στρατιωτικού καθεστώτος των Αθηνών που αρχικά αρνήθηκε να συμμετάσχει στη διάσκεψη των εγγυητριών δυνάμεων έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να πει ότι ήταν αδύνατη η συντονισμένη δράση. Μονομερής στρατιωτική δράση από τη Βρετανία σε εκείνη τη φάση θα αντιμετωπιζόταν ως κλιμάκωση της κρίσης και παραβίαση της δέσμευσης της σε μια ειρηνική λύση. 

Η επέμβαση της Βρετανίας στις 20 Ιουλίου θα ήταν επικίνδυνη για πολίτες της Κύπρου και τους Βρετανούς που βρίσκονταν στο νησί, ενώ ήταν ορατός και ο κίνδυνος πολεμικής σύρραξης με σύμμαχο του ΝΑΤΟ. Οι Τούρκοι πίεζαν για κοινή στρατιωτική δράση, αλλά οι Βρετανοί γνώριζαν ότι μια τέτοια σύμπραξη θα αντιμετωπιζόταν από τους Ελληνοκύπριους ως συνέργεια με τους Τούρκους εναντίον τους, με αντίποινα κατά των 11.000 παραθεριστών και μελών στρατιωτικών οικογενειών Βρετανών στο νησί.

Παράλληλα με την ελπίδα να έρθουν όλες οι πλευρές στο διπλωματικό τραπέζι συνυπολογίστηκε και το ότι δεν υπήρχαν επαρκείς πόροι στο νησί για βιώσιμη στρατιωτική επιχείρηση. Ο Ντέιβιντ Γουίλσον αναφέρει τέλος ότι η πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης να αναζητήσει συγκράτηση των Τούρκων μόνο με διπλωματικά μέσα απέτυχε στις 20 Ιουλίου. Ωστόσο, εκείνη τη στιγμή η αποτυχία αυτή φαινόταν να αντισταθμίζεται από την αρκετά σημαντική επιτυχία συγκέντρωσης των εγγυητριών χωρών στο τραπέζι των συνομιλιών. Επομένως, καταλήγει, η βρετανική στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο το 1974 δεν ήταν ούτε σωστή ούτε δυνατή.
Σπύρος Κυπριανού
Κατά τα άλλα, οι Βρετανοί διπλωμάτες θεωρούσαν το 1982 ως χρονιά χωρίς σημαντικές εξελίξεις και με αμφίβολες προοπτικές για το Κυπριακό, όπως προκύπτει από τα διαβαθμισμένα αρχεία του Foreign Office. Εκτιμούσαν ότι μέχρι τις κυπριακές προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του 1983 δεν ήταν πιθανό να υπάρξει πρόοδος. Οι Βρετανοί ασχολήθηκαν έντονα καθ’ όλη τη διάρκεια του 1982 με τις δικοινοτικές συνομιλίες, εκφράζοντας στην πλειοψηφία τους απαισιοδοξία για τις προοπτικές τους, παρά τον κατά διπλωμάτες του Foreign Office «ενθουσιασμό» του ειδικού αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Ούγκο Γκόμπι, ο οποίος προετοίμαζε στα τέλη εκείνου του έτους προτάσεις για επίτευξη σταδιακής λύσης.

Προβληματισμένοι εμφανίζονται, εξάλλου, στα αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα οι Βρετανοί με τη στάση που τηρούσε ο πρόεδρος Σπύρος Κυπριανού και ο Έλληνας πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου. Το Foreign Office  εκτιμούσε ότι αμφότεροι κινούνταν στο Κυπριακό με κύριο άξονα το προσωπικό τους πολιτικό συμφέρον.Σε ό,τι αφορά τις Βάσεις, διπλωματικά στελέχη εξέφραζαν ικανοποίηση για την αποτελεσματικότητα της τακτικής τήρησης χαμηλών τόνων.


Πηγή

Φιλελεύθερος