Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ετυμολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ετυμολογία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Θρακική γλώσσα: άλλη μια "ελληνική" γλώσσα;

Σάββατο, 3 Μαΐου 2014


Θρακική γλώσσα: άλλη μια "ελληνική" γλώσσα;


Mετά την ανακάλυψη αρκετών επιγραφών στη θρακική γλώσσα γίνεται όλο και περισσότερο κατανοητό ότι η στενότερη συγγενής της Θρακικής δεν είναι άλλη από την Ελληνική. Μάλιστα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ο όρος «ελληνικές γλώσσες», για να χαρακτηρίσει μια σειρά γλωσσών όπως η παιονική (ίσως στην πραγματικότητα να πρόκειται για μια βορειοδυτική ελληνική διάλεκτο, όπως η μακεδονική),[1] η θρακική, η μεσσαπική (στη νότια Ιταλία) και η φρυγική (στη Μικρά Ασία). Φαίνεται ότι όλες αυτές οι γλώσσες προέκυψαν από ένα παλαιοβαλκανικό διαλεκτικό συνεχές, στο οποίο οι νότιες διάλεκτοι απετέλεσαν την καθαυτό Ελληνική και οι βόρειες τις υπόλοιπες γλώσσες, με τη μακεδονική διάλεκτο να κατέχει ρόλο συνδέσμου. Οι Φρύγες μετακινήθηκαν στη Μικρά Ασία και οι Μεσσάπιοι στη Νότια Ιταλία.[2]
            Τη στενή συγγένεια Θρακικής και Ελληνικής αναδεικνύουν  πρόσφατες επιγραφές από ναό του Απόλλωνα στην περιοχή της Ζώνης/Σαμοθράκης. Στηρίζομαι στο άρθρο του CBrixhe (Zôné et Samothrace: lueurs sur la langue thrace et nouveau chapitre de la grammaire comparée?), κατεξοχήν ειδικού στα θέματα των παλαιοβαλκανικών γλωσσών. Ο Brixhe πιστεύει ότι η Ελληνική, η Θρακική και η Φρυγική θα μπορούσαν να είναι τόσο συγγενικές όσο είναι λ.χ. η Ρουμάνικη με την Πορτογαλική.  
            Πρόκειται για αφιερώσεις στον Απόλλωνα, ο οποίος καταγράφεται με τον τύπο ΑΒΟΛΟ. Ο τύπος αντιστοιχεί στην τυπική δοτική Ἀπόλλωνι (για τον Απόλλωνα). Στην Ελληνική, ωστόσο, υπήρχε και δεύτερος τύπος του ονόματος του θεού, χωρίς την επέκταση -ν-, όπως φανερώνεται από τους τύπους ἈπόλλωἈπέλλω που τους βρίσκουμε λ.χ. στην Αττική, τη Λακωνία ή τη Θήρα (πβ. και το ζεύγος Ποσειδῶνα και Ποσειδῶ). Ο θρακικός τύπος πρέπει να αντιστοιχεί σε Ἀβόλω < Αβόλωι, με μακρό -ο (=ω) στο τέλος, επειδή α) σε άλλες θρακικές επιγραφές το άτονο βραχύ -ο μετατρέπεται σε -ε, πράγμα που δεν συμβαίνει εδώ, και β) επειδή και σε άλλους θρακικούς τύπους το δεύτερο στοιχείο της διφθόγγου εκπίπτει (π.χ. καιε / καε βλ. παρακ.). Ο τύπος παρουσιάζει και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία: απλοποίηση του διπλού (λλ) σε απλό (λ), που όμως μπορεί να αποτελεί μόνο ορθογραφική σύμβαση, αφού συμβαίνει συχνά και στις αρχαϊκές ελληνικές επιγραφές. Και μετατροπή τουάφωνου κλειστού (π) σε ηχηρό κλειστό (b). Η δεύτερη φωνητική μεταβολή φαίνεται να αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο του βορειοελλαδικού χώρου, αφού εμφανίζεται και στη μακεδονική διάλεκτο (π.χ. Διγαία αντί Δικαία, επίθετο της Άρτεμης). Σε επιγραφές από το χώρο της Θράκης πβ. τα θρακικά ανθρωπωνύμια σε -τοκος (Σάδοκος και Σάτοκος, Αμάδοκος και Αμάτοκος). Πβ. επίσης Σιτάλκης και Σιδάλκης.
            Ο Απόλλων χαρακτηρίζεται με το επίθετο ΥΝΕΣΟ, το οποίο ως ομοιόπτωτος προσδιορισμός είναι επίσης στη δοτική. Σε ορισμένες επιγραφές απαντά μόνο του (χωρίς το θεωνύμιο), προφανώς ως λατρευτικός τίτλος. ΟBrixhe υποθέτει ότι αντιπροσωπεύει ένα επίθετο που στα Ελληνικά θα αντιστοιχούσε σε *ὄνησος < ὄνίνημι = ωφελώ, βοηθώ. Απαντά ως ανθρωπωνύμιο Ὄνησος/Ὄνασος.  Θα ισοδυναμούσε με το συνηθέστεροὀνήσιμος. Το αρχικό ο- κλείνει σε υ-, προφορά ου. Πβ. στην Ελληνική λ.χ. την παραλλαγή ἀπό και ἀπύ.
            Ακολουθεί στη μία επιγραφή σε ονομαστική το όνομα αυτού που έκανε την αφιέρωση: ΑΠΟΛΟΔΟΡΕ. Πρόκειται για το αντίστοιχο του Ἀπολλόδωρος. Παρατηρούμε έκπτωση του τελικού -ς. Το σύνολο των επιγραφικών θρακικών μαρτυριών μαρτυρεί έκπτωση των τελικών συμφώνων, όπως και στην Ελληνική. Μόνο που στην Ελληνική κατάφεραν να επιβιώσουν τα -ρ, -ν, -ς, ενώ στην πορεία προς τη Νέα Ελληνική ως τελικά σύμφωνα απέμειναν μόνο το -ς και το -ν (στην πράξη μόνο στις ρηματικές καταλήξεις, π.χ. έλυσαν). Η τροπή του ο σε ε μαρτυρείται στο βόρειο χώρο στη θεσσαλική (Ιστιαιώτιδα): λ.χ. επιγραφικό Κλίανδρες αντί Κλέανδρος,[3] όπου παρατηρούμε και το κλείσιμο του ε σε ι, αντίστοιχο του κλεισίματος του ο σε υ στη Θράκη. Πβ. στη Θάσο Διεσκορᾶς αντί Διοσκορᾶς.    
            Οι επιγραφές κλείνουν με τον ρηματικό τύπο ΚΑΙΕ/ΚΑΕ. Αντιστοιχεί στο ελληνικό ρήμα καίω και πρέπει να πρόκειται για γ΄ ενικό παρελθοντικού χρόνου (ελληνικό αντίστοιχο ἔκαιε ή ἔκαυσε). Παρατηρείται πάλι η τάση απώλειας του δεύτερου στοιχείου της διφθόγγου και η απώλεια των τελικών συμφώνων, όπως και στην Ελληνική: ἔλυε < *ἔλυετ (για το -τ, πβ. μέση φωνή ἐλύετο). Το ρήμα στη θρακική παρουσιάζεται αναύξητο. Πβ. τους πολυάριθμους αναύξητους τύπους στον Όμηρο, γεγονός που δείχνει ότι η αύξηση και στην Ελληνική για καιρό ήταν προαιρετική μέχρι να οριστικοποιηθεί η χρήση της. Το ρήμα στη θρακική πρέπει να υπέστη μια διεύρυνση της σημασίας του από το «καίω (προσφορές)» γενικά στο «θυσιάζω, προσφέρω». Πβ. την ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη του ελληνικού θύω(καίω θυμιάματα) στο «θυσιάζω, προσφέρω στον θεό» και τη χρήση τουἀνέθυσε (<ἀναθύω) στην θέση του ἀνέθηκε (< ἀνατίθημι, προσφέρω, αφιερώνω) σε ελληνικές επιγραφές.       

Πηγή: http://heterophoton.blogspot.gr/2014/05/blog-post_3.html

Η γλώσσα των Παιόνων και η σύνδεσή της με την Ελληνική

Πέμπτη, 1 Μαΐου 2014

Η γλώσσα των Παιόνων και η σύνδεσή της με την Ελληνική



Οι Παίονες αναφέρονται για πρώτη φορά στην Ιλιάδα. Ο Όμηρος τους τοποθετούσε στον ποταμό Αξιό και την περιοχή της Αμυδώνος (Β 848-50, Π 187-88). Ο Ηρόδοτος τους συνέδεε με τον ποταμό Στρυμόνα και τους Φρύγες (5.13). [Για την στενή συγγένεια ανάμεσα στους Έλληνες και τους Φρύγες βλέπε ΕΔΩ] Ο Στράβων (7. απ. 37) τους συνέδεε επίσης με τους Φρύγες, αλλά και με τους Θράκες (7. απ. 11), μολονότι ο Ηρόδοτος (8. 185) και ο Θουκυδίδης (2.98) τους διαχώριζαν από τους δεύτερους. Ο Παυσανίας (5.1.3-5) παραδίδει μια γενεαλογία που ενσωματώνει βαθιά τους Παίονες στον ελληνικό κόσμο, αφού ο γενάρχης τους, ο Ενδυμίων, έχει διασυνδέσεις με τον Αμφικτύωνα και θεωρείται ταυτόχρονα γενάρχης των Παιόνων, των Επειών στην Ηλεία και των Αιτωλών, ενώ συνδέεται και με τον Αρκάδα. Σύμφωνα με την παράδοση που μεταφέρει ο Παυσανίας ο Παίων έφυγε από την Αιτωλία και τον πατέρα του Ενδυμίωνα και εγκαταστάθηκε πέρα από τον Αξιό.  
            Ό,τι πενιχρό έχει διασωθεί από την παιονική γλώσσα την συνδέει στενά με την Ελληνική. Ως παιονικές λέξεις παραδίδονται από τους αρχαίους συγγραφείς οι εξής: μόνωψ ή μόναπος (είδος ταύρου), τίλων (είδος ψαριοὔ), πάπραξ (είδος ψαριού). Ονόματα ανθρώπωνΆγιςΠατραόςΛύκπειος,ΑυδολέωνΕυπόλεμοςΑρίστωνΤοπωνύμια: Πόντος, Βυλάζωρα, Άστιβος (απάτητος), Ιδομένη (πβ. Ιδομενεύς), Στόβοι (πβ. στείβω, στίβος, άστιβος, στοιβή κ.τ.λ.), Δύσορον (όνομα βουνού, πβ. δυσ- και όρος =δύσβατο βουνό). Θεωνύμια: Δύαλος (=Διόνυσος). Μια από τις φυλές τους ονομαζόταν Αγριάνες (< αγρός). Η πρωτεύουσά τους ονομαζόταν Αμυδών ή Αβυδών. Η διπλή παραλλαγή παραπέμπει σε τύπο *Αμβυδών και πιθανή ετυμολόγηση από ἀμβί (παραλλαγή του ἀμφί, με ηχηρό αντί δασύ όπως στη μακεδονική διάλεκτο, Φίλιππος-Βίλιππος, Φερενίκη-Βερενίκα και βλέπε και παραπάνω Βυλάζωρα = Φυλάζωρα;) και ύδων (πβ. ύδωρ)= και από τις δύο πλευρές του νερού, ποταμού. Πβ. Καλυδών (=με τα καλά νερά). Άλλα παιονικά εθνωνύμια: Δόβηρες, Λαιαῖοι (ίσως από το λαιός ή το λαός;), Σιροπαίονες, Παιόπλαι.
            Το αλφάβητο που χρησιμοποιούσαν οι Παίονες ήταν το ελληνικό, όπως φαίνεται από τις ελάχιστες επιγραφές και χαράγματα που έχουν σωθεί. Από την πόλη Βυλάζωρα έχει ανασκαφεί ελληνιστικός κάνθαρος με την προστακτική πίει (πιες) και μια πρόσφατη (2011) θραυσματική επιγραφή που φαίνεται να περιέχει τις λέξεις ΟΥΡΟΣ (όρος ή όριο) και ΙΡΟΣ (ιερός). Η απόδοση «όριο» φαίνεται πιο πιθανή, επειδή  η πέτρα πάνω στην οποία βρέθηκε η επιγραφή μοιάζει να ήταν λίθος-ορόσημο και να αποτελούσε τμήμα εισόδου ή πύλης σε κάποιον ιερό χώρο. Για την επιγραφή βλ. 
           
ΠΗΓΗ: http://heterophoton.blogspot.gr/2014/05/blog-post.html

Τι σημαίνει η ομηρική φράση ἱερὸν μένος και η ετυμολογία των λέξεων ιερός και μένος

Κυριακή, 11 Μαΐου 2014

Τι σημαίνει η ομηρική φράση ἱερὸν μένος και η ετυμολογία των λέξεων ιερός και μένος



από :  http://heterophoton.blogspot.gr/2014/05/blog-post_11.html

Η ομηρική φόρμουλα ἱερὸν μένος απαντά στην Οδύσσεια, πάντα μετά την πενθημιμερή τομή και πριν από ένα όνομα προσώπου στη γενική πτώση. Το όνομα αυτό είναι σχεδόν σε κάθε περίπτωση του Αλκίνοου,Ἀλκινόοιο. Μια φορά μόνο έχουμε τη γενική Ἀντινόοιο, που αποτελεί απλώς ένα μετρικό υποκατάστατο, ενώ η γενική Ἠελίοιο απαντά μόνο στον μεταγενέστερο ομηρικό ύμνο στον Απόλλωνα (στ. 371). Εκτός από δύο ύστερα παραδείγματα στον Κόιντο τον Σμυρναίο, τα οποία δεν έχουν το συνακόλουθο όνομα προσώπου, και εκτός από μεταγενέστερα ομηρικά παραθέματα (π.χ. στα έργα των σχολιαστών και των γραμματικών), ο τύπος δεν παραδίδεται εκτός του Ομήρου. Είναι φανερό, επομένως, ότι συνδεόταν ειδικά με το όνομα του Αλκίνοου.  
            Η λέξη ιερός στην εποχή του Ομήρου σήμαινε ό,τι και σήμερα, ενώ η λέξη μένος σήμαινε «δύναμη, οργή, πάθος». Ωστόσο η απόδοση «ιερή δύναμη του Αλκίνοου» δεν βγάζει νόημα. Θα πρέπει να καταφύγουμε στην ετυμολογία των λέξεων και να βρούμε την αρχική τους σημασία. Ετυμολογικά η λέξη ιερός (< ισερός) είναι ομόρριζη με τη λέξη ισχυρόςκαι η αρχική της σημασία ήταν ακριβώς αυτή, «δυνατός». Η σύνδεσή της με τη σφαίρα των θεών προέκυψε από το γεγονός ότι αυτοί ήταν οι κατεξοχήν ισχυρές οντότητες. Από την άλλη η λέξη μένος είχε την πρωταρχική σημασία «νους, σκέψη», αφού συνδέεται με τη ρίζα μεν-, η οποία δήλωνε ακριβώς την ικανότητα για σκέψη.[i] Συνεπώς η αρχική σημασία της φράσης στην επική παράδοση ήταν «η δυνατή σκέψη του Αλκίνοου». Το ότι πράγματι αυτή ήταν η αρχική σημασία ενισχύεται από το δεδομένο ότι όταν πρωτοδημιουργήθηκε η φράση εμπεριείχε ένα ξεκάθαρο λεξιλογικό παίγνιο: Αλκίνοος είναι ετυμολογικά «αυτός που έχει δυνατή σκέψη», από το αλκή = δύναμη και το νους. Συνεπώς η φράση κυριολεκτικά σήμαινε «η δυνατή σκέψη Αυτού-που-έχει-δυνατή-σκέψη»! Άρα δεν έχει άδικο ο λεξικογράφος Ησύχιος, όταν ισχυρίζεται ότι η φράση δεν είναι τίποτα άλλο από μια περίφραση για το όνομα του Αλκίνοου.

[Katz, “Inherited poetics”, στο Bakker, A Companion to the Ancient Greek Language, Blackwell 2010]    




[i] Η ρίζα στη βαθμίδα μν- δίνει τον αναδιπλασιασμένο ενεστώτα μιμνήσκω, τα ουσιαστικάμνήμηανάμνησημνημοσύνημνήμων κ.ά. Στην βαθμίδα μεν- δίνει εκτός από το μένος και τη λέξη μέντωρ. Στην βαθμίδα μον- δίνει λ.χ. τον παρακείμενο μέμονα. Στην βαθμίδα μαν-/μαιν- δίνει τις λέξεις μανίαμαίνομαιμαινάδαμάντις κ.ά. Όλες οι λέξεις έχουν να κάνουν με την διανοητική ικανότητα του ανθρώπου (μέντωρ) ή την έλλειψή της (μανία).