ΘΑΛΑΣΣΟΜΗΤΩΡ
Και νά
'μουν, λέει, αφημένος,
στης θάλασσας
τ' απέραντο χαλί,
ανάσκελα για
μπρούμυτα, δε με
χαλάει πολύ.
Έτσι μ' αρέσει
η θάλασσα.
Ν' αφήνομαι στην
απέραντη γαλάζια αγκαλιά
της
και να
με ταξιδεύει.
Κύμα στο
κύμα να με
πηγαίνει, όπου γουστάρει
η μεγάλη
αυτή αφέντρα του
πλανήτη.
Και στο
βοριά και στο
νοτιά, σ' ανατολή και
δύση,
μήπως κι
εγώ το νοιώσω
της φύσης το
μεθύσι…
Και να με σαϊτεύει
ο Φοίβος με
τις αχτίνες του
και να
με λιώνει. Ν' ανακατώνεται ο
αρμυρός
ιδρώτας μου
με τ' αρμυρό ίδρωμα
της αφέντρας μου.
Και να
χορεύουν τα δελφίνια
τον μυστικό χορό
της ζωής…
Και να
είμ' εγώ και
γητευτής και γητεμένος
σε τούτον εδώ
τον γαλάζιο
ναό της Μάνας
μου.
Να με
αρμενίζει αδιάκοπα σε
τόπους αλαργινούς.
Σ' αραξοβόλια
μυθικά και μαγικά
να μπαίνει ίσα-ίσα
για
να ξανασάνει.
Μετά να συνεχίζει,
χωρίς σταματημό. Κι αργά.
Μη τάχα
δε το 'χω
ξανακάμει το ταξίδι
αυτό;
Μα δεν
το θυμούμαι! Γιατί
ήμουνα στη κοιλιά
της μάνας
μου. Μά,
κάπως έτσι θά 'ταν
κι αυτό. Σαν
σε θάλασσα.
Ισως γι
αυτό μας γαληνεύει
αυτή η γαλάζια
απεραντοσύνη.
Και μας
γοητεύει. Και μας
φοβίζει. Και τη
σεβόμαστε.
Επειδή μας
θυμίζει εκείνο το
εννιάμηνο ταξίδι.
Κι έρχεται η
μεγάλη κυρά και
μας προσκαλεί. Και
προκαλεί.
Μοιάζει να
λέει: "Εδώ είμαι.
Μη διστάζεις. Έλα
σε μένα
να σ' αγκαλιάσω
κι εγώ".
Κι αν
πάς, θα νοιώσεις
μικρός. Θα νοιώσεις
ασήμαντος.
Μα δε
πειράζει, ανθρώπινο είναι.
Θα νοιώσεις άνθρωπος!
Αυτή είναι
η θάλασσα… Που όσο
τρομερή κι αν
φαίνεται
καμμιά φορά,
αμέσως γαληνεύει μόλις
νοιώσει τη θαλπωρή
από τη
ζεστή αγκαλιά του μεγάλου
της αδερφού του
ουρανού,
που την
περιβάλλει πάντα με
στοργή και νύχτα
και μέρα.
Κάπως
έτσι πρέπει και ο άνθρωπος
με τη σειρά
του, να φερθεί.
Ας αφήσει
τον αγνό μανδύα
της ψυχής να
σκεπάσει τη γη
κι ας
πετάξει τη μάσκα
της ντροπής στα
τάρταρα.
Γειά σου
θάλασσα! Σ' ευχαριστώ!
3 Αυγούστου 2004
Γιώργος Δ. Δουζένης
από την συλλογή "ΑΝΘΡΩΠΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου